Η Deathlayer ή Westfalische Totleger, όπως είναι η ονομασία της στα γερμανικά, είναι μια παλιά γερμανική φυλή που η εκτροφή της ξεκίνησε στις περιοχές γύρω από τη Βεστφαλία και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Γερμανία. Παρότι η ράτσα μετράει πάνω από 400 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην περιοχή, δυστυχώς στις στις μέρες μας πλέον σπανίζει. Το γερμανικό όνομά τους Totleger προέρχεται από τις λέξεις “Tot = νεκρός” και “Leger = κάνει αυγά” που μεταφράστηκε κυριολεκτικά στα αγγλικά "Westphalian Deathlayer". Η φυλή κέρδισε το όνομα αυτό καθώς οι αγρότες κρατούσαν τις κότες σχεδόν μέχρι να πεθάνουν, λόγο της ικανότητας τους να γεννούν πολλά αυγά σχεδόν μέχρι να πεθάνουν.
Είναι μια μεσαίου μεγέθους ράτσα της οποίας τα κοκόρια φτάνουν τα 2,5 κιλά ενώ οι κότες τα 2 κιλά. Η Deathlayer είναι μια από τις ομορφότερες κότες με πλούσιο φτέρωμα που μπορεί να είναι άσπρο με ασημί – μολυβί είτε χρυσό με μολυβί. Τα φτερά του λαιμό είναι είτε ασημόασπρα είτε χρυσά, όμως τα υπόλοιπα φτερά παρουσιάζουν σχέδιο στο οποίο υπάρχουν εναλλαγές με μαύρο χρώμα σχηματίζοντας ένα ιδιαίτερο πολύ όμορφο σχέδιο. Το λοφίο της (λειρί) είναι σχετικά μικρό ενώ το κάτω λειρί (λαιμόλειρο) της μεγάλο και κόκκινο, οι λοβοί των αυτιών είναι λευκοί. Τα πόδια της έχουν μπλε χρώμα ενώ το δέρμα της είναι λευκό.
Η Deathlayer εκτός από την ικανότητα της να έχει μεγάλη αυγοπαραγωγή σε όλη την διάρκεια της ζωής της χαρακτηρίζεται ως πολύ δραστήρια και ενεργητική, τους αρέσει να περιπλανιούνται στους αγρούς και να κοιμούνται στα δέντρα. Γι’ αυτό είναι καλύτερες για εκτροφεία ελεύθερης βοσκής με μεγάλους χώρους. Το μέτριο ύψος, το πυκνό φτέρωμα και τα όμορφα σημεία του κεφαλιού κάνουν όμορφη εντύπωση. Είναι από τις παραγωγικές ράτσες όσο αφορά τα αυγά και το κρέας. Μέχρι και 240 λευκά αυγά μέτριου μεγέθους το χρόνο και το κρέας τους είναι γνωστό για την ποιότητα του και την πληρότητα των ινών του στήθους ιδιαίτερα στα κοκόρια.
Όταν αναπαράγονται, είναι πολύ αξιόπιστες κλώσες και μεγαλώνουν προσεκτικά τους νεοσσούς τους. Τα μικρά μεγαλώνουν γρήγορα και είναι δυνατά, χαρούμενα και ανθεκτικά ακόμη και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Σε περίπου 3,5 μήνες, οι νεαρές κότες φθάνουν στο μέγεθος των ενηλίκων κοτών, ενώ τα κοκοράκια χρειάζονται περίπου μισό χρόνο, έως ότου φτάσουν στο ίδιο μέγεθος με τα ενήλικα κοκόρια. Τα κοκοράκια είναι σκληρά και αδίστακτα γι’ αυτό μπορεί να τραυματίζονται σε κάποιες περιπτώσεις.